Νεκρική ωδή
(απόσπασμα)
Απ' αυτά που σου εχύσαν απάνου,
ένα παίρνω θανάτου λουλούδι
και πικρά το στερνό σου τραγούδι,
γλυκέ υιέ του αδερφού μου, αρχινώ.
Εχει απείραχτο χρώμα το φύλλο,
όπως ήτανε ζώντας το χείλο,
που της νιότης γλυκά το λουλούδι
εγελούσε δροσάτο, λαμπρό.
Τώρα εσβήσθη κι αργά το τραγούδι
το στερνό σου με κάνει να πω.
Του Μαϊού ροδοφαίνεται η μέρα,
που ωραιότερη η φύση ξυπνάει
και την κάνουν λαμπρά να γελάει
πρασινάδες, αχτίνες, νερά.
Ανθη κι άνθη βαστούνε στο χέρι
παιδιά κι άντρες, γυναίκες και γέροι.
Ασπροεντύματα, γέλια και κρότοι,
όλοι οι δρόμοι γιομάτοι χαρά.
Ναι, χαρήτε του χρόνου τη νιότη,
άντρες, γέροι, γυναίκες, παιδιά.
Πλέκει ο δύστυχος ένα στεφάνι
και από πάνου του η μάνα του γέρνει :
"Πάντα η τύχη απ' αυτά να σου σπέρνει,
και για σε νά 'ναι ο Χάρος αργός".
Πώς με λύπη θωρεί το στεφάνι !..
Ξάφνου ιδού στο κεφάλι το βάνει,
και πηδώντας τη μάνα του κράζει,
και χορεύει στη μάνα του ομπρός.
"Βγάλ' το, μάτια μου, η μάνα φωνάζει,
δε μ' αρέσει, όχι, εκειός ο χορός !".
Αλλά ανήσυχα υψώνει τα μάτια,
λες και κάτι στα ουράνια γυρεύει,
όμως πάντα χορεύει, χορεύει,
με θυμό, με λαχτάρα πολλή
(Τα μουγκρίσματα του θανάτου αγρικόντανε μακρόθεν)
- Φύσα, φύσα, και σκόρπισε, αέρα,
τα μουγκρίσματα αυτά τα βαθιά ! -
Δεν ακούει. Στον αστρώδην αιθέρα
βασιλεύει γλαυκή σιγαλιά...
Διονύσιος Σολωμός