Πέντε δέκα παπαδιαίς...
Πέντε δέκα παπαδιαίς
Και άλλαις τόσαις καλογραιαίς,
Στα βαμπάκια πήγαιναν.
Για να τα σκαλίσουνε,
Να τα βοτανίσουνε.
Δίψασε μια καλογραιά.
Πάησε να πιη νερό,
Και ηύρε το νερό ζεστό,
Το ποτάμι σιγανό.
Μια της άλλης έλεγε
Πάμ να κολυμπίσουμε,
Να δροσολογήσουμε,
Πού είναι το νερό ζεστό,
Το ποτάμι σιγανό;
Ολαις συμφωνήσανε
Για να κολυμπίσουνε.
Βγάλαν τα ρασάκια τους,
Τα ποκαμισάκια τους
Και τα καμπιλάφια τους,
Και όλαις μέσα μπήκανε
Για να κολυμπίσουνε.
Κολυμπώντας με χαρά,
Στα καθάρια τα νερά,
Κ’ ένας νεός καλόγερος
Ταις επαραμόνευε
Πίσ’ από τον μπλάτανο
Πήρε τα ρασάκια τους,
Τα πουκαμισάκια τους,
Και τα καμπιλάφια τους.
Κει που κολυμπούσανε
Τον παρακαλούσανε,
Λέγωντάς του κάθε μια
Από μέσ’ απ τα νερά
Δόμασ τα, Γεράσιμε,
Τα πουκαμισάκια μας
Και τα καμπιλάφια μας,
Και ο Γεράσιμος γελά
Με τ δικέντρα του μπροστά
Γω δε θέλω καν καμμιά,
Μόν εβγάτ’ απ το νερό
Και όλαις πιάστε το χορό
Το χορό το θαυμαστό,
χαυδοταντρασκελωτό.
Κ’ εγώ σέρνω το χορό
Και βαστώ και το λουστό,
Και σας σέρνω από κοντά,
Σας με τα ξανθά μαλλιά
Σας κυττάζω μια, τη μια
Και η καρδίτσα μου σκιρτά.
Και άμ’ αφήσω το χορό,
Ολαις σας ξεμολογώ
Και άμα σας ξεμολογήσω,
Ολαις σας θα σας φιλήσω.