Της Ζερβοπούλας
Κάτω στον κάμπο τον πλατύ, τον όμορφο τον τόπο,
μαζεύτηκαν οι γ έμορφες να χτίσουν μοναστήρι.
Τα περιστέρια κουβαλούν, τα χελιδόνια χτίζουν.
Σαν χτίσαν κι' αποχτίσανε, πιάνουν χορό χορεύουν.
Μπροστά χορεύουν οι ξανθές και πίσω οι μαυρομμάτες,
και μεσ' στη μέση του χορού χορεύει η Ζερβοπούλα,
και λάμπαν τα μανίκια της, κι' άστραφτ' η τραχηλιά της.
Κι' ο βασιλιάς εξέβγαινε να λαγοκυνηγήσει,
με εξήντα δυό λαγωνικά, σαρανταδυό ζαγάρια.
Και τάλογο κοντοκρατεί και το χορό αγναντεύει.
- Να μη είχεν ήμουν βασιλιάς, να είχεν ήμουν ρήγας,
να πήγαινα να πιάνομουν σε Ζερβοπούλας χέρι,
πώχει τ' αχείλι κόκκινο σαν το ούρμο το κεράσι,
πώχει τα μάτια τα γλαρά, το γέλοιο ζαχαρένιο,
και βαλαντώνει τις καρδιές, τρελλαίνει τους λεβέντες.