Βάκχαι (απόσπασμα)
Ω Σεμέλας τροφαί Θή-
βαι, στεφανούσθε κισσώ
βρύετε βρύετε χλοήρει
μίλακι καλλικάρπω
και καταβακχιούσθε
δρυός ή ελάτας κλάδοισι,
στικτών τ’ ενδυτά νεβρίδων
στέφετε λευκοτρίχων πλοκάμων
μαλλοίς αμφί δε νάρθηκας υβριστάς
οσιούσθ’ αυτίκα γα πάσα χορεύσει,
Βρόμιος εύτ’ αν άγη θιάσους
εις όρος εις όρος, ένθα μένει
θηλυγενής όχλος
αφ’ ιστών παρά κερκίδων τ’
οιστρηθείς Διονύσω...
Ο δ’ έξαρχος Βρόμιος, ευοί.
«Ρει δε γάλακτι πέδον, ρει δ’ οίνω, ρει δε μελισσάν
νέκταρι, Συρίας δ’ ως λιβάνου καπνός.
Ο Βακχεύς δ’ έχων
πυρσώδη φλόγα πεύκας
εκ νάρθηκος αίσσει
δρόμω και χοροίς ερεθίζων πλανάτας
ιαχαίς τ’ αναπάλλων,
τρυφερόν πλόκαμον εις αιθέρα ρίπτων.
Αμα δ’ επ’ ευάσμασιν επιβρέμει
τοιάδ’ Ω ίτε Βάκχαι,
ώ ίτε Βάκχαι,
Τμώλου χρυσορόου χλιδά
μέλπετε τον Διόνυσον
βαρυβρόμων υπό τυμπάνων,
εύια τον εύιον αγαλλόμεναι θεόν
εν Φρυγίαισι βοαίς ενοπαίσί τε,
λωτός όταν ευκέλαδος
ιερός ιερά παίγματα
βρέμη, σύνοχα φοιτάσιν
εις όρος εις όρος. Ηδομένα δ’ άρα,
πώλος όπως άμα ματέρι φορβάδι,
κώλον άγει ταχύπουν σκιρτήμασι Βάκχα
Ευριπίδης